- ἐνέβαλλον
- ἐμβάλλωthrow inimperf ind act 3rd plἐμβάλλωthrow inimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
κερμάτιο — το (Α κερμάτιον) (υποκορ. τού κέρμα) 1. μικρό κέρμα («σιωπῇ τῶν κερματίων ἐνέβαλλον εἰς τὰς χεῑρας», Πλούτ.) 2. στον πληθ. τα κερμάτια μικρά κομμάτια από σίδερο που τά τοποθετούσαν σε κλειστή θήκη και τά εκσφενδόνιζαν από μικρή απόσταση με τα… … Dictionary of Greek